ἀκροατῶν

ἀκροατῶν
ἀκροᾱτῶν , ἀκροατής
hearer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • ομάιον — ὁμάϊον, τὸ (ΑΜ) το σύνολο τών ακροατών, τών μαθητών τού Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἄιον «επιθανάτια εκπνοή» (< αἴω* [II] «εκπνέω, πεθαίνω»). Οι Σχολαστικοί χρησιμοποίησαν τον τ. με τη σημ. «σύνολο ακροατών» σε μια προσπάθεια να… …   Dictionary of Greek

  • ACROAMATICI seu ACROATICI Libri Veterum — indigitantur A. Gellio l. 20. c. 5. Commentationum suarum artiumque, quas discipulis tradebat Aristoteles duas species habuisse dicitur, alia eratn ἐξωτερικὰ alia ἀκροατικὰ. Α᾿πὸ τῶ ἀκροατῶν nempe dicta, i. e. a discipulis, uti Suidas exponit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικότητα — η [ακροαματικός] (για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα «αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα» …   Dictionary of Greek

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • εναποστάζω — ἐναποστάζω (AM) 1. στάζω κάτι 2. στάζω μέσα σε κάτι, γεμίζω κάτι στάζοντας, με σταλαγματιές, με στάλες 3. μτφ. σταλάζω, διοχετεύω σιγά σιγά κάτι, ενσταλάζω («μέλος τοῑς ὠσὶν ἐναποστάζειν τῶν ἀκροατῶν», Φώτ.) …   Dictionary of Greek

  • θυμηδία — η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) [θυμηδής] νεοελλ. διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών») αρχ. 1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση τής ψυχής 2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι… …   Dictionary of Greek

  • κονσιστόριο — (consistorium). Όρος που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε τον τόπο σύγκλησης του αυτοκρατορικού συμβουλίου. Μετά τον 3ο αι. το κ. χαρακτήριζε το ίδιο το συμβούλιο το οποίο εξελίχθηκε σε ανώτατο δικαστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”